χείρω

χείρω
χείρων
mcaner
neut acc comp pl
χείρων
mcaner
neut nom comp pl
χείρων
mcaner
masc/fem acc comp sg
χειρόω
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
χειρόω
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειρώ — (I) άω, Α βλ. χειριῶ. (II) όω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ. β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.) 2. μέσ. χειροῡμαι, όομαι α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς… …   Dictionary of Greek

  • χειρῶ — χειρόω pres subj act 1st sg χειρόω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνάκτων — χειρω̱νάκτων , χειρῶναξ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώνακτα — χειρώ̱νακτα , χειρῶναξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώνακτας — χειρώ̱νακτας , χειρῶναξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώνακτες — χειρώ̱νακτες , χειρῶναξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώνακτος — χειρώ̱νακτος , χειρῶναξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώναξι — χειρώ̱ναξι , χειρῶναξ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώναξιν — χειρώ̱ναξιν , χειρῶναξ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”